ὑπερορισμός: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερορισμός''': ὁ, [[ἐξορία]], [[Πολυδ]]. Θ΄, 158, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 49C, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 916Α.
|lstext='''ὑπερορισμός''': ὁ, [[ἐξορία]], Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 49C, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 916Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ὑπερορίζω]]<br />[[απέλαση]].
|mltxt=ὁ, Α [[ὑπερορίζω]]<br />[[απέλαση]].
}}
}}

Revision as of 21:26, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερορισμός Medium diacritics: ὑπερορισμός Low diacritics: υπερορισμός Capitals: ΥΠΕΡΟΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hyperorismós Transliteration B: hyperorismos Transliteration C: yperorismos Beta Code: u(perorismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A banishment, Poll.9.158.

German (Pape)

[Seite 1200] ὁ, das über die Gränze Bringen, die Landesverweisung, Poll. 9, 158.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερορισμός: ὁ, ἐξορία, Πολυδ. Θ΄, 158, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 49C, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 916Α.

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑπερορίζω
απέλαση.