ὁρκωμότης: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρκωμότης''': -ου, ὁ, = [[ὁρκωτής]], | |lstext='''ὁρκωμότης''': -ου, ὁ, = [[ὁρκωτής]], Πολυδ. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁρκωμότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί<br /><b>2.</b> αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, [[ορκωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>ὅρκον [[ὀμόσαι]], με [[επίθημα]] -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>ωμότης</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=[[ὁρκωμότης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί<br /><b>2.</b> αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, [[ορκωτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>ὅρκον [[ὀμόσαι]], με [[επίθημα]] -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>συν</i>-<i>ωμότης</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:27, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, ὁ,
A juror, IG5(2).261.2 (Mantinea, vi B. C.), 9(1).333.16 (Locr., v B. C.), cf. Poll.1.38. 2 = ὁρκωτής (q. v.), Ostr.Bodl.i 275 (ii/i B. C.).
German (Pape)
[Seite 379] ὁ, der einen Eid schwört, Phot. lex. verwirft es, wie ὁρκιστής, und läßt nur ὁρκωτής gelten.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρκωμότης: -ου, ὁ, = ὁρκωτής, Πολυδ. Α΄, 38, Ἐπιγραφ. ἐν Philolog. Transact. 6. 182.
Greek Monolingual
ὁρκωμότης, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί
2. αυτός που ορκίζει σε δικαστήριο, ορκωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅρκον ὀμόσαι, με επίθημα -της (πρβλ. συν-ωμότης). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].