ἁμαξήλατος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amaksilatos | |Transliteration C=amaksilatos | ||
|Beta Code=a(mach/latos | |Beta Code=a(mach/latos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">traversed by wagons:</b> <b class="b3">ἡ ἁ</b>. (sc. | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">traversed by wagons:</b> <b class="b3">ἡ ἁ</b>. (sc. [[ὁδός]]) [[carriage-road]], <span class="bibl">Aen.Tact.16.14</span>, <span class="bibl">Poll.9.37</span>, cf. <span class="bibl">Str.6.3.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:10, 8 July 2020
English (LSJ)
ον,
A traversed by wagons: ἡ ἁ. (sc. ὁδός) carriage-road, Aen.Tact.16.14, Poll.9.37, cf. Str.6.3.7.
German (Pape)
[Seite 115] ἡ, sc. ὁδός, Fahrweg, Poll. 9, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἡ διασχιζόμενη, διατρεχομένη ὑφ’ ἁμαξῶν: ἡ ἁμαξήλατος (ἐνν. ὁδός), ὁδὸς ἁμαξιτός, Πολυδ. 9. 37.
Spanish (DGE)
-ον
de carros ὁδός Aen.Tact.16.14, Ps.Dicaearch.1.23, Ph.1.316, Poll.9.37, Ἀππία Str.6.3.7.
Greek Monolingual
ἁμαξήλατος, -ον (Α)
αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να περάσει άμαξα, ο διαβατός από άμαξα, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ἐλατός, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η- (-ήλατος του β΄ συνθετικού.
ΠΑΡ. μσν. ἁμαξηλατώ].