λεπρώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(23)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α λεπρῶ, -άω και -όω) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[πάσχω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> (συν. στη μέσ.) <i>λεπροῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λεπιδωτός]] ή [[τραχύς]] («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).
|mltxt=(Α λεπρῶ, -άω και -όω) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> προσβάλλομαι από [[λέπρα]] ή [[πάσχω]] από αυτήν<br /><b>2.</b> (συν. στη μέσ.) <i>λεποῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λεπιδωτός]] ή [[τραχύς]] («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

(Α λεπρῶ, -άω και -όω) λέπρα
1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν
2. (συν. στη μέσ.) λεποῦμαι, -όομαι
γίνομαι λεπρός
αρχ.
γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.).