ζωγρώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(16)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ζωγρῶ, -έω (AM)<br />(για ανθρώπους) [[συλλαμβάνω]] κάποιον ζωντανό, [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλιεύω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσελκύω]] οπαδούς<br /><b>3.</b> [[διατηρώ]] ζωντανό κάποιον<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] στη ζωή, [[αναζωογονώ]], [[ζωντανεύω]], [[δροσίζω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζωγροῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />προσελκύομαι υπό την [[επίδραση]] ([[κυρίως]] κακή) κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ζωάγριος]]].
|mltxt=ζωγρῶ, -έω (AM)<br />(για ανθρώπους) [[συλλαμβάνω]] κάποιον ζωντανό, [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλιεύω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσελκύω]] οπαδούς<br /><b>3.</b> [[διατηρώ]] ζωντανό κάποιον<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] στη ζωή, [[αναζωογονώ]], [[ζωντανεύω]], [[δροσίζω]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζωγροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />προσελκύομαι υπό την [[επίδραση]] ([[κυρίως]] κακή) κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ζωάγριος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:28, 24 October 2020

Greek Monolingual

ζωγρῶ, -έω (AM)
(για ανθρώπους) συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, αιχμαλωτίζω
αρχ.
1. αλιεύω
2. μτφ. προσελκύω οπαδούς
3. διατηρώ ζωντανό κάποιον
4. επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, ζωντανεύω, δροσίζω
5. παθ. ζωγροῦμαι, -έομαι
προσελκύομαι υπό την επίδραση (κυρίως κακή) κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωάγριος].