βαρβαρώνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(7) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[βαρβαρώνομαι]], Α | |mltxt=(Μ [[βαρβαρώνομαι]], Α βαρβαροῦμαι, -όομαι) [[βάρβαρος]]<br />[[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], [[χάνω]] την ελληνικότητά μου ή την [[ανθρωπιά]] μου<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παρακμ.) <i>βεβαρβαρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i>- [[δυσνόητος]], [[δυσερμήνευτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:52, 24 October 2020
Greek Monolingual
(Μ βαρβαρώνομαι, Α βαρβαροῦμαι, -όομαι) βάρβαρος
γίνομαι βάρβαρος, χάνω την ελληνικότητά μου ή την ανθρωπιά μου
αρχ.
(μτχ. παρακμ.) βεβαρβαρωμένος, -η, -ον- δυσνόητος, δυσερμήνευτος.