γάδος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gados
|Transliteration C=gados
|Beta Code=ga/dos
|Beta Code=ga/dos
|Definition=a <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fish]], = [[ὄνος]], Dorio ap.<span class="bibl">Ath.7.315f</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[γάνδος]] (q.v.).</span>
|Definition=a <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fish]], = [[ὄνος]], Dorio ap.<span class="bibl">Ath.7.315f</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[γάνδος]] (q.v.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:10, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάδος Medium diacritics: γάδος Low diacritics: γάδος Capitals: ΓΑΔΟΣ
Transliteration A: gádos Transliteration B: gados Transliteration C: gados Beta Code: ga/dos

English (LSJ)

a    A fish, = ὄνος, Dorio ap.Ath.7.315f.    II = γάνδος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 470] ὁ, ein Fisch, sonst ὄνος, Dorio bei Ath. VII, 315 f.

Greek (Liddell-Scott)

γάδος: ἰχθύς, ὁ αὐτὸς καὶ ὄνος, Δωρίων παρ’Ἀθην. 315F.

Greek Monolingual

ο (Α γάδος)
ο μπακαλιάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα της λ. γάδος με τα γάδαρος, γαϊδάριον, γάιδαρος είναι συμπτωματική και η υποστηριχθείσα ετυμολογική τους σύνδεση δεν έχει ισχυρή βάση. Το ότι το είδος αυτό του ψαριού ονομάστηκε γενικά «όνος» (Δωρίων) ερμηνεύεται από το σύνηθες φαινόμενο οι ονομασίες των ζώων της ξηράς να χρησιμοποιούνται και για θαλάσσια ζώα. Το πιθανότερο είναι να προήλθε η ονομασία του μπακαλιάρου από το γκρίζο χρώμα του που μοιάζει με του γαϊδάρου (βλ. και λ. γάιδαρος)].

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: name of a fish, also called ὄνος (Dorio ap. Ath. 7, 315f.).
Other forms: γάδαρος (Diogenian) = γαϊδάριον (pap. VI-VIIp), ModGr. γαϊδαρόψαρον (s. Thompson Fishes s.v. ὄνος and Saint-Denis Animaux marins s.v. asellus. Very unclear, s. DELG.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On comparable names for the ὄνος or ὀνίσκος: γαλίας, γαλλερίας, καλλαρίς, χελλαρίης etc. s. Strömberg Fischnamen 130f. Also Fur. 339 A 3, who also compares (254) γάζας ἰχθὺς ποιός H. (The comment in DELG "La ressamblance ..résulte donc d'une coincidence" is ununderstandable to me.)
2. See also: s. γάνδος

Frisk Etymology German

γάδος: {gádos}
Meaning: N. eines Fisches, auch ὄνος benannt (Dorio ap. Ath. 7, 315f.).
Derivative: Daneben γάδαρος (Diogenian) = γαϊδάριον (Pap. VI-VIIp), ngr. γάϊδαρος.
Etymology : Über anklingende Benennungen des ὄνος oder ὀνίσκος, γαλίας, γαλλερίας, χελλαρίης usw. s. Strömberg Fischnamen 130f.
Page 1,282