κλεψιμαῖος: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klepsimaios | |Transliteration C=klepsimaios | ||
|Beta Code=kleyimai=os | |Beta Code=kleyimai=os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense" | |Definition=α, ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[κλοπιμαῖος]], [[stolen]], <span class="bibl">LXX <span class="title">To.</span>2.13</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.422.3</span> (iv A.D.). Adv. -αίως, = Lat. [[furtim]], Dosith.<span class="bibl">p.412</span> K.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:25, 11 December 2020
English (LSJ)
α, ον, A = κλοπιμαῖος, stolen, LXX To.2.13, PLond.2.422.3 (iv A.D.). Adv. -αίως, = Lat. furtim, Dosith.p.412 K.
German (Pape)
[Seite 1449] = κλοπιμαῖος, gestohlen, Tobias 2, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψῐμαῖος: -α, -ον, = κλοπιμαῖος, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 13), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο και κλεψιμιός, -ά, -ό (AM κλεψιμαίος, -αία, -ον, Μ και κλεψίμιος, -ία, -ον και κλεψιμίος, -α, -ον) αυτός που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίος, κλεψιμαίικος
νεοελλ.-μσν.
1. κρυφός, απαγορευμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το κλεψιμαίο και κλεψιμιό και κλεψιμίο(ν)
το κλεμμένο πράγμα, το κλοπιμαίο.
επίρρ...
κλεψιμαίως (Α)
με κλέφτικο τρόπο, με κλοπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω. Εμφανίζει το ίδιο θ. κλεψι- με τα πάμπολλα σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος (πρβλ. κλεψίλογος, κλεψίνους κ.λπ.) + κατάλ. -ιμαῖος, όπως και το κλοπ-ιμαῖος (< κλόπ-ιμος < κλοπή)].