μιξοφρύγιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ον</b>" to "ῠ], ον<") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miksofrygios | |Transliteration C=miksofrygios | ||
|Beta Code=micofru/gios | |Beta Code=micofru/gios | ||
|Definition=[ῠ], ον<, <span class="sense" | |Definition=[ῠ], ον<, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[half-Phrygian]], of dialect, <span class="bibl">Xanth.8</span>; πολίχναι <span class="bibl">Str.13.4.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:44, 11 December 2020
English (LSJ)
[ῠ], ον<, A half-Phrygian, of dialect, Xanth.8; πολίχναι Str.13.4.13.
German (Pape)
[Seite 189] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε μιξολύδιος. - Ἐπὶ ἁρμονίας, μιξοφρύγιος ἁρμονία Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié phrygien.
Étymologie: μίγνυμι, Φρυγία.
Greek Monolingual
μιξοφρύγιος και μειξοφρύγιος, -ον (Α)
(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι/ μείγνυμι + φρύγιος (< Φρυγία)].
Greek Monotonic
μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον, κατά το ήμισυ φρυγικός, ως προς τη διάλεκτο ή τη μουσική, σε Στράβ.
Middle Liddell
μιξο-φρύ˘γιος, ον
half-Phrygian, Strab.