μυολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
(26)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myologos
|Transliteration C=myologos
|Beta Code=muolo/gos
|Beta Code=muolo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυοθήρας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μυοθήρας]], <span class="title">Gloss.</span></span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυολόγος]])<br />[[μυοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μυολόγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=ο (Α [[μυολόγος]])<br />[[μυοθήρας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μελέτη]] της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[μυολόγος]] <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠολόγος Medium diacritics: μυολόγος Low diacritics: μυολόγος Capitals: ΜΥΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: myológos Transliteration B: myologos Transliteration C: myologos Beta Code: muolo/gos

English (LSJ)

ὁ,    A = μυοθήρας, Gloss.

Greek Monolingual

ο (Α μυολόγος)
μυοθήρας
νεοελλ.
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].