νευστός: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nefstos | |Transliteration C=nefstos | ||
|Beta Code=neusto/s | |Beta Code=neusto/s | ||
|Definition=ή, όν, ([[νέω]] A) <span class="sense" | |Definition=ή, όν, ([[νέω]] A) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[κολυμβάς]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Lex.</span>13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:28, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, (νέω A) A = κολυμβάς, Luc. Lex.13.
Greek (Liddell-Scott)
νευστός: -ή, -όν, (νέω, νεύσομαι) = κολυμβάς, Λουκ. Λεξιφάν. 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui nage ; νευστὴ ἐλαία LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.
Étymologie: νέω².
Syn. κολυμβάς, φθινοπωρίς.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α νευστός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν)
όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών
αρχ.
φρ. «νευστὴ ἐλαία» — η ελιά που διατηρείται στην άλμη, η κολυμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» + επίθημα -τός].
Russian (Dvoretsky)
νευστός: плавающий, плавучий: νευστὴ ἐλαία Luc. маслина в маринаде.