παραθερίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paratherizo
|Transliteration C=paratherizo
|Beta Code=paraqeri/zw
|Beta Code=paraqeri/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[graze in passing]], in poet. aor. 1 [[παρέθρισα]], <span class="bibl">A.R.2.601</span>, <span class="bibl">Q.S.6.629</span> (tm.).</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[graze in passing]], in poet. aor. 1 [[παρέθρισα]], <span class="bibl">A.R.2.601</span>, <span class="bibl">Q.S.6.629</span> (tm.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:05, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθερίζω Medium diacritics: παραθερίζω Low diacritics: παραθερίζω Capitals: ΠΑΡΑΘΕΡΙΖΩ
Transliteration A: paratherízō Transliteration B: paratherizō Transliteration C: paratherizo Beta Code: paraqeri/zw

English (LSJ)

   A graze in passing, in poet. aor. 1 παρέθρισα, A.R.2.601, Q.S.6.629 (tm.).

German (Pape)

[Seite 478] zsgz. παραθρίζω, nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603.

Greek (Liddell-Scott)

παραθερίζω: ἀποκόπτω τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, ἔμπης δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν ἄκρα κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. παρατέμνω.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
περνώ το θέρος ή μέρος του θέρους σε κάποιον τόπο, ιδίως εξοχικό
αρχ.
αποκόπτω καθώς διαβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θερίζω. Ο τ. με τη σημ. «ξεκαλοκαιριάζω» < παρ(α)- + θέρος και μαρτυρείται από το 1887 σε Έγγραφον δικαστικόν Μεσολογγίου].