προαιώνιος: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proaionios | |Transliteration C=proaionios | ||
|Beta Code=proaiw/nios | |Beta Code=proaiw/nios | ||
|Definition=ον, (αἰών) <span class="sense" | |Definition=ον, (αἰών) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[before time]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>107</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:30, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, (αἰών) A before time, Procl.Inst.107.
German (Pape)
[Seite 706] vor der Zeit, ewig, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
προαιώνιος: -ον, (αἰὼν) ὢν πρὸ τῶν αἰώνων, Μεθοδ. 360C, 393Α, Ἀθαν. ΙΙ, 732Α, Βασίλ. IV, 253Α, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ο / προαιώνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
1. (κυρίως για τον θεό) αυτός που υπάρχει πριν από τους αιώνες
2. μτφ. αυτός που υπήρχε ανέκαθεν πανάρχαιος, παμπάλαιος («προαιώνιος εχθρός»).
επίρρ...
προαιωνίως ΝΜΑ και προαιώνια Ν
πριν από τους αιώνες, πολύ παλαιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + αἰώνιος (πρβλ. δι-αιώνιος, υπερ-αιώνιος)].