τραπεζοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trapezoeidis
|Transliteration C=trapezoeidis
|Beta Code=trapezoeidh/s
|Beta Code=trapezoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[trapezium-shaped]], λόφος <span class="bibl">Str.14.6.3</span>, cf. <span class="title">Placit.</span> 3.10.3.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[trapezium-shaped]], λόφος <span class="bibl">Str.14.6.3</span>, cf. <span class="title">Placit.</span> 3.10.3.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:07, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοειδής Medium diacritics: τραπεζοειδής Low diacritics: τραπεζοειδής Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: trapezoeidḗs Transliteration B: trapezoeidēs Transliteration C: trapezoeidis Beta Code: trapezoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A trapezium-shaped, λόφος Str.14.6.3, cf. Placit. 3.10.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ές, von der Gestalt eines Tisches oder eines ungleichseitigen Vierecks, τραπέζιον; Strab. XIV; Plut. plac. phil. 3, 10.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τραπέζης, Στράβ. 682, Πλούτ. 2. 895D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de table.
Étymologie: τράπεζα, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή
(παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, της οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό
2. φρ. «τραπεζοειδής μυς»
ανατ. μεγάλος και πλατύς μυς της οπίσθιας επιφάνειας του τραχήλου και της ράχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

τραπεζοειδής: имеющий вид стола или плиты (ἡ γῆ - по Анаксимену Plut.).