τροχαϊκός: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochaikos | |Transliteration C=trochaikos | ||
|Beta Code=troxai+ko/s | |Beta Code=troxai+ko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[trochaic]], <span class="bibl">Anon.Rhythm.3.13</span>, <span class="bibl">Heph.3.3</span>, al., <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.3</span>, <span class="bibl">2.1</span>, etc. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid., <span class="bibl">Eust.11.36</span>. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:15, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A trochaic, Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.Id.1.3, 2.1, etc. Adv. -κῶς ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)
Greek (Liddell-Scott)
τροχᾱϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν μέτρον Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. συζυγία Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ λέξις Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τροχαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α τροχαῑος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).
επίρρ...
τροχαϊκώς / τροχαϊκῶς, ΝΜΑ
σε τροχαϊκό μέτρο.
Russian (Dvoretsky)
τροχᾱϊκός: стих. состоящий из трохеев, трохеический.