τρυφάλη: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(42)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tryfali
|Transliteration C=tryfali
|Beta Code=trufa/lh
|Beta Code=trufa/lh
|Definition=<b class="b3">περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους</b>, Hsch. τρυφαλίς, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τροφαλίς]].</span>
|Definition=<b class="b3">περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους</b>, Hsch. τρυφαλίς, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[τροφαλίς]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:15, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυφάλη Medium diacritics: τρυφάλη Low diacritics: τρυφάλη Capitals: ΤΡΥΦΑΛΗ
Transliteration A: tryphálē Transliteration B: tryphalē Transliteration C: tryfali Beta Code: trufa/lh

English (LSJ)

περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους, Hsch. τρυφαλίς,    A v. τροφαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφάλη: ἡ, = τρυφάλεια, «τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «περικεφαλαία, τρεῑς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρυφάλεια, κατά τα θηλ. σε -η].