τρόνα: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trona
|Transliteration C=trona
|Beta Code=tro/na
|Beta Code=tro/na
|Definition=<b class="b3">ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα</b>, Hsch. (Cf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> θρόνον <span class="bibl">1</span>.) τρόνοι· <b class="b3">στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος</b>, Id.</span>
|Definition=<b class="b3">ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα</b>, Hsch. (Cf. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> θρόνον <span class="bibl">1</span>.) τρόνοι· <b class="b3">στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος</b>, Id.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:20, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόνα Medium diacritics: τρόνα Low diacritics: τρόνα Capitals: ΤΡΟΝΑ
Transliteration A: tróna Transliteration B: trona Transliteration C: trona Beta Code: tro/na

English (LSJ)

ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα, Hsch. (Cf.    A θρόνον 1.) τρόνοι· στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

τρόνα: τά, = θρόνα (ἴδε θρόνον Ι), «τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. στήμων· ἁρπεδόνη. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο δισανθρακικό ορυκτό του νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά σποραδικά ως αλατούχα λιμναία απόθεση ή ως προϊόν εξάτμισης, καθώς και με τη μορφή εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.
(II)
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του θρόνα, τὰ (βλ. λ. θρόνον) με τροπή του δασέος θ- στο αντίστοιχο ψιλό].