τρόνα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trona | |Transliteration C=trona | ||
|Beta Code=tro/na | |Beta Code=tro/na | ||
|Definition=<b class="b3">ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα</b>, Hsch. (Cf. <span class="sense" | |Definition=<b class="b3">ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα</b>, Hsch. (Cf. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> θρόνον <span class="bibl">1</span>.) τρόνοι· <b class="b3">στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος</b>, Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:20, 12 December 2020
English (LSJ)
ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα, Hsch. (Cf. A θρόνον 1.) τρόνοι· στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
τρόνα: τά, = θρόνα (ἴδε θρόνον Ι), «τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. στήμων· ἁρπεδόνη. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο δισανθρακικό ορυκτό του νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών και απαντά σποραδικά ως αλατούχα λιμναία απόθεση ή ως προϊόν εξάτμισης, καθώς και με τη μορφή εξανθήσεων σε άνυδρα εδάφη.
(II)
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του θρόνα, τὰ (βλ. λ. θρόνον) με τροπή του δασέος θ- στο αντίστοιχο ψιλό].