φερβήτης: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fervitis | |Transliteration C=fervitis | ||
|Beta Code=ferbh/ths | |Beta Code=ferbh/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[herdsman]], Hsch. (<b class="b3">-τας</b> cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ου, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί παρ. του ρ. [[φέρβω]] «[[βόσκω]], [[τρέφω]]» και απαντά μόνον στον <b>Ησύχ.</b> στον τ. της αιτ. <i>φέρβητας</i><br /><i>νομεῖς</i>, με [[αποτέλεσμα]] να μην [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[βεβαιότητα]] η [[μορφή]] της ονομ. ([[φερβήτης]], -<i>ου</i> ή <i>φέρβης</i>, -<i>ητος</i>)]. | |mltxt=-ου, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί παρ. του ρ. [[φέρβω]] «[[βόσκω]], [[τρέφω]]» και απαντά μόνον στον <b>Ησύχ.</b> στον τ. της αιτ. <i>φέρβητας</i><br /><i>νομεῖς</i>, με [[αποτέλεσμα]] να μην [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί με [[βεβαιότητα]] η [[μορφή]] της ονομ. ([[φερβήτης]], -<i>ου</i> ή <i>φέρβης</i>, -<i>ητος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 12 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, A herdsman, Hsch. (-τας cod.).
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί παρ. του ρ. φέρβω «βόσκω, τρέφω» και απαντά μόνον στον Ησύχ. στον τ. της αιτ. φέρβητας
νομεῖς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα η μορφή της ονομ. (φερβήτης, -ου ή φέρβης, -ητος)].