τρυπητός: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trypitos | |Transliteration C=trypitos | ||
|Beta Code=truphto/s | |Beta Code=truphto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[pierced]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>69.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:31, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A pierced, Arist.Ath.69.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπητός: -όν, τετρυπημένος, τρυπητός, περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυπητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρυπῶ
αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή
(ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων
2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό
α) διάτρητο μαγειρικό σκεύος κατάλληλο για την αποστράγγιση φαγητών, σουρωτήρι
β) διυλιστήρας.