φαρμακίτης: Difference between revisions
ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farmakitis | |Transliteration C=farmakitis | ||
|Beta Code=farmaki/ths | |Beta Code=farmaki/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense" | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[drugged]] or [[medicated]], <b class="b3">δακτύλιος φ</b>. a ring [[containing poison]], <span class="bibl">Eup.87</span>; οἶνος φ. <span class="bibl">Semus 5a</span>; fem. <b class="b3">φαρμακῖτις γῆ</b>, = [[ἀμπελῖτις]] <span class="bibl">11</span>, Dsc.5.160; φ. σαύρα <span class="bibl">Aët.13.56</span>; also <b class="b3">ἡ φ</b>. (sc. [[βίβλος]]) [[On Drugs]], title of lost work by Hippocrates, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>9.15</span>, <span class="bibl">28</span>, al.; <b class="b3">φαρμακίτιδες βίβλοι</b>, by Andromachus, Gal.13.891. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[ἀδηφάγος]], Hsch.; cf. [[φαγεσωρῖτις]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:31, 12 December 2020
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A drugged or medicated, δακτύλιος φ. a ring containing poison, Eup.87; οἶνος φ. Semus 5a; fem. φαρμακῖτις γῆ, = ἀμπελῖτις 11, Dsc.5.160; φ. σαύρα Aët.13.56; also ἡ φ. (sc. βίβλος) On Drugs, title of lost work by Hippocrates, Hp.Aff.9.15, 28, al.; φαρμακίτιδες βίβλοι, by Andromachus, Gal.13.891. II = ἀδηφάγος, Hsch.; cf. φαγεσωρῖτις.
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, sc. οἶνος, ein mit Heilmitteln angemachter Wein, Gesundheitswein, VLL.; vgl. Ath. I, 30 c.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκίτης: ὁ, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, δακτύλιος φαρμ., περιέχων δηλητήριον, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 22, ἔνθα ἴδε Meinecke· οἶνος φ. Ἀθήν. 30C· θηλ., φαρμακῖτις γῆ Διοσκ. 5. 181· φ. γαστὴρ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 320. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, θηλ. φαρμακῑτις, -ίτιδος, Α
1. παρασκευασμένος με δηλητήρια ή με μαγικά φίλτρα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδηφάγος»
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) Φαρμακῑτις
(ενν. βίβλος) τίτλος χαμένου έργου, σχετικού με τα φάρμακα, του Ιπποκράτους
4. φρ. α) «φαρμακῑτις γῆ» — η γη στην οποία ευδοκιμεί το αμπέλι, ἀμπελῑτις (Διοσκ.)
β) «Φαρμακίτιδες βίβλοι» — τίτλος έργου του Ανδρομάχου (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίτης/ -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].