χρήννυμι: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(3_47-test) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrinnymi | |Transliteration C=chrinnymi | ||
|Beta Code=xrh/nnumi | |Beta Code=xrh/nnumi | ||
|Definition=[[and]] χρηννύω, <span class="sense" | |Definition=[[and]] χρηννύω, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[χράω]] (B)B.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 12 December 2020
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1374] = χράομαι, wahrscheinliche Lesart bei Theophr. char. 5.
Greek Monolingual
και χρηννύω Α
(πιθ. γρφ.) χρησιμοποιούμαι, χρῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔχρησα του ρ. χρῶ (II), κατά το σχήμα ἐσκέδασα: σκεδά-ννυμι. Παρλλ. προς τον τ. χρήννυμι απαντά και τ. χρηννύω με μετάβαση στη θεματική κλίση].