ἱερώνυμος: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ieronymos | |Transliteration C=ieronymos | ||
|Beta Code=i(erw/numos | |Beta Code=i(erw/numos | ||
|Definition=ον, (ὄνομα) <span class="sense" | |Definition=ον, (ὄνομα) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[of hallowed name]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:40, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, (ὄνομα) A of hallowed name, Luc.Lex.10.
German (Pape)
[Seite 1243] mit heiligem Namen, Luc. Lexiph. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων ἱερὸν ὄνομα, Λουκ. Λεξιφ. 10.
French (Bailly abrégé)
dont le nom est sacré.
Étymologie: ἱερός, ὄνομα.
Greek Monolingual
-η -ο, θηλ. και -ος (Α ἱερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει ιερό όνομα, άγιο όνομα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. βοτ. η ιερώνυμος
γένος ευφορβιοειδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα). Το -ω- οφείλεται στον νόμο της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. αν-ώνυμος, ετερ-ώνυμος)].
Russian (Dvoretsky)
ἱερώνῠμος: носящий священное имя Luc.