ὀλόεις: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oloeis | |Transliteration C=oloeis | ||
|Beta Code=o)lo/eis | |Beta Code=o)lo/eis | ||
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense" | |Definition=εσσα, εν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ὀλοός]], only in <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>521</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:01, 13 December 2020
English (LSJ)
εσσα, εν, A = ὀλοός, only in S.Tr.521 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 325] εσσα, εν, = ὀλοός, μετώπων ὀλόεντα πλήγματα, Soph. Trach. 518.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλόεις: εσσα, εν, = ὀλοός, μόνον παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 521, πρβλ. Δινδ. αὐτόθι 840.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. ὀλοός.
Greek Monolingual
ὀλόεις, -εσσα, -εν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε -εις].
Russian (Dvoretsky)
ὀλόεις: όεσσα, όεν губительный, смертельный (πλήγματα Soph.).