ὀμφαλικός: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(29)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omfalikos
|Transliteration C=omfalikos
|Beta Code=o)mfaliko/s
|Beta Code=o)mfaliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀμφάλιος]], Phan.Hist.29.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀμφάλιος]], Phan.Hist.29.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 00:10, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλικός Medium diacritics: ὀμφαλικός Low diacritics: ομφαλικός Capitals: ΟΜΦΑΛΙΚΟΣ
Transliteration A: omphalikós Transliteration B: omphalikos Transliteration C: omfalikos Beta Code: o)mfaliko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A = ὀμφάλιος, Phan.Hist.29.

German (Pape)

[Seite 343] = ὀμφάλιος, κέντρον, Phanias bei Ath. II, 58 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλικός: -ή, -όν, = ὀμφάλιος, Φανίας παρ’ Ἀθην. 58Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀμφαλικός, -ή, -όν) ομφαλός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «ομφαλικά αγγεία» β. «ομφαλική θηλή» γ. «ομφαλική χώρα»)
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός σώματος ή μιας επιφάνειας
αρχ.
αυτός που μοιάζει με ομφαλό.