ὑποτροπικός: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotropikos
|Transliteration C=ypotropikos
|Beta Code=u(potropiko/s
|Beta Code=u(potropiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[indicating relapse]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>79</span>,<span class="bibl">581</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[indicating relapse]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>79</span>,<span class="bibl">581</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:01, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτροπικός Medium diacritics: ὑποτροπικός Low diacritics: υποτροπικός Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: hypotropikós Transliteration B: hypotropikos Transliteration C: ypotropikos Beta Code: u(potropiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A indicating relapse, Hp.Coac.79,581.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπικός: -ή, -όν, ὁ ὑποτροπιάζων, ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ἐπὶ ὑποτροπιαζούσης νόσου, Ἱπποκρ. Κωακ. Προγν. 128, πρβλ. 216.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ὑποτροπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους.
(II)
-ή, -ό, Ν
1. (γεωγρ.-μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές περιοχές και τών δύο ημισφαιρίων (α. «υποτροπικές ζώνες» β. «υποτροπικές χώρες»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις παραπάνω ζώνες (α. «υποτροπικό κλίμα» β. «υποτροπική βλάστηση»)
3. φρ. α) «υποτροπικός αεροχείμαρρος»
(μετεωρ.) ρεύμα αέρα το οποίο σχηματίζει μια συνεχή ζώνη γύρω από κάθε ημισφαίριο στην περιοχή τών γεωγραφικών πλατών 30° περίπου
β) «υποτροπικό υψηλό»
(μετεωρ.) καθεμιά από τις πολλές περιοχές της ατμόσφαιρας ημιμόνιμης υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης πάνω από τους ωκεανούς και τών δύο ημισφαιρίων σε γεωγραφικά πλάτη 35° περίπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + τροπικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο.