Λητογενής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Λητογενής]], δωρ. τ. [[Λατογενής]], -ές, θηλ. και Λατογένεια (Α)<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη [[Λητώ]] («ὦ Λατογένεια [[κούρα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Λητώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>γενής</i>, <i>μονο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[Λητογενής]], δωρ. τ. [[Λατογενής]], -ές, θηλ. και Λατογένεια (Α)<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη [[Λητώ]] («ὦ Λατογένεια [[κούρα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Λητώ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>γενής</i>, <i>μονο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:35, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λητογενής Medium diacritics: Λητογενής Low diacritics: Λητογενής Capitals: ΛΗΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Lētogenḗs Transliteration B: Lētogenēs Transliteration C: Litogenis Beta Code: *lhtogenh/s

English (LSJ)

Dor. Λᾱτ-, ές, A born of Leto, epith. of Apollo and Artemis, E.Ion465 (lyr.), AP9.525.12:—fem. Λᾱτογένεια, A.Th.148 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

Λητογενής: Δωρ. Λᾱτ-, ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς Λητοῦς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Εὐρ. Ἴων 465, Ἀνθ. Π. 9. 525· ἀνώμαλ. θηλ. Λατογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 148.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ὁ) :
né de Latone.
Étymologie: Λητώ, γένος.

Greek Monolingual

Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, -ές, θηλ. και Λατογένεια (Α)
(ως επίθ. του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λητώ + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής, μονο-γενής].

Greek Monotonic

Λητογενής: Δωρ. Λᾱτογενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ, επίθ. του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ευρ.· ανώμ. θηλ., Λᾶτογένεια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Λητογενής: дор. Λᾱτογενής, οῦς ὁ Летоген, «Рожденный богиней Лето», т. е. Аполлон Eur., Anth.

Middle Liddell

Λητο-γενής, δοριξ Λᾱτο-γενής, ές γίγνομαι
born of Leto, epith. of Apollo and Artemis, Eur.: pecul. fem. Λατογένεια, Aesch.