άγαμαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(1)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θαυμάζω]], εκπλήττομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> ευφραίνομαι, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σ’ ένα [[πρόσωπο]] ή σ’ ένα [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>ἀγα</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀγαμένως]], [[ἀγαστός]], <i>ἄγη</i>, [[ἀγητός]], [[ἀγαίομαι]], [[ἀγάζομαι]].
|mltxt=[[ἄγαμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θαυμάζω]], εκπλήττομαι, [[απορώ]]<br /><b>2.</b> ευφραίνομαι, [[βρίσκω]] [[ευχαρίστηση]] σ’ ένα [[πρόσωπο]] ή σ’ ένα [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> [[ζηλεύω]], [[φθονώ]], οργίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:</span></b> Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με το <i>ἀγα</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡΑΓΩΓΑ:</span></b> [[ἀγαμένως]], [[ἀγαστός]], [[ἄγη]], [[ἀγητός]], [[ἀγαίομαι]], [[ἀγάζομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 21:48, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγαμαι (Α)
1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ
2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα
3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Από την ίδια ρίζα με το ἀγα-.
ΠΑΡΑΓΩΓΑ: ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι.