άρδω: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄρδω]] (Α)<br />Ι. 1. [[ποτίζω]], [[αρδεύω]]<br /><b>2.</b> (για θεούς και ανθρώπους) [[ποτίζω]] ζώο<br /><b>3.</b> (για ποταμούς) α) [[παρέχω]] [[νερό]] στους ανθρώπους<br />β) [[ποτίζω]] τη γη<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[πίνω]]<br /><b>2.</b> ποτίζομαι<br /><b>3.</b> [[υδρεύομαι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[περιποιούμαι]] [[κάτι]], [[διατηρώ]] αυτό σε ακμαία και ανθηρή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄρδω]] (Α)<br />Ι. 1. [[ποτίζω]], [[αρδεύω]]<br /><b>2.</b> (για θεούς και ανθρώπους) [[ποτίζω]] ζώο<br /><b>3.</b> (για ποταμούς) α) [[παρέχω]] [[νερό]] στους ανθρώπους<br />β) [[ποτίζω]] τη γη<br />II. (-ομαι)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) [[πίνω]]<br /><b>2.</b> ποτίζομαι<br /><b>3.</b> [[υδρεύομαι]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[περιποιούμαι]] [[κάτι]], [[διατηρώ]] αυτό σε ακμαία και ανθηρή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Το ότι ο τ. προέρχεται από <i>αFάρδω</i> ( > <i>Fάρδω</i> > [[ἄρδω]]) ενισχύεται από τη [[μαρτυρία]] του Ηρωδιανού για το αρχ. <i>ἀ</i>. Δεν φαίνεται πιθ. η [[σύνδεση]] τόσο με τον τ. <i>ερράδαται</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i> -<i>Fράδαται</i> <span style="color: red;"><</span> [[ραίνω]]), του οποίου το -<i>δ</i>- [[είναι]] υστερογενές, όσο και με τους τ. των βαλτικών γλωσσών <i>werd</i><i>ī</i><i>t</i> «[[αναβλύζω]]» (Λεττιτική) και <i>versme%</i> «[[πηγή]]» (Λιθουανική), οι οποίοι διαφέρουν σημασιολογικά από το [[άρδω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄρδω (Α)
Ι. 1. ποτίζω, αρδεύω
2. (για θεούς και ανθρώπους) ποτίζω ζώο
3. (για ποταμούς) α) παρέχω νερό στους ανθρώπους
β) ποτίζω τη γη
II. (-ομαι)
1. (για πρόσωπα) πίνω
2. ποτίζομαι
3. υδρεύομαι
4. μτφ. περιποιούμαι κάτι, διατηρώ αυτό σε ακμαία και ανθηρή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Το ότι ο τ. προέρχεται από αFάρδω ( > Fάρδω > ἄρδω) ενισχύεται από τη μαρτυρία του Ηρωδιανού για το αρχ. ἀ. Δεν φαίνεται πιθ. η σύνδεση τόσο με τον τ. ερράδαται (< Fε -Fράδαται < ραίνω), του οποίου το -δ- είναι υστερογενές, όσο και με τους τ. των βαλτικών γλωσσών werdīt «αναβλύζω» (Λεττιτική) και versme% «πηγή» (Λιθουανική), οι οποίοι διαφέρουν σημασιολογικά από το άρδω.