έαρ: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM ἔαρ, Α και [[εἶαρ]])<br /><b>1.</b> η [[άνοιξη]]<br /><b>2.</b> [[ομορφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῦ δήμου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔαρ θ' ὁρόωσα» — με το [[γλυκό]] χαρούμενό της [[βλέμμα]]<br />β) «γενύων... ἔαρ» — το πρώτο [[χνούδι]] στο [[πρόσωπο]] τών εφήβων<br />γ) «ὕμνων ἔαρ» — οι ωραιότεροι ύμνοι.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM ἔαρ, Α και [[εἶαρ]])<br /><b>1.</b> η [[άνοιξη]]<br /><b>2.</b> [[ομορφιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῦ δήμου»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔαρ θ' ὁρόωσα» — με το [[γλυκό]] χαρούμενό της [[βλέμμα]]<br />β) «γενύων... ἔαρ» — το πρώτο [[χνούδι]] στο [[πρόσωπο]] τών εφήβων<br />γ) «ὕμνων ἔαρ» — οι ωραιότεροι ύμνοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέαρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέσαρ</i> που ανάγεται σε αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>wes</i>-<i>r</i>- «[[άνοιξη]]» (<b>πρβλ.</b> λιθ. <i>vasar</i><i>ā</i> «[[καλοκαίρι]]») της οποίας ο [[παράλληλος]] τ. <i>wes</i>-<i>ņ</i>- απαντά στο αρχ. σλαβ. <i>vesna</i> «[[άνοιξη]]». Την ύπαρξη -<i>F</i>- στον τ. <i>έαρ</i> επιβεβαιώνει η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>γέαρ</i><br />έαρ» [[αλλά]] και η [[προσωδία]] στον Όμηρο. Τέλος το λατ. <i>v</i><i>ē</i><i>r</i> «[[άνοιξη]]» ανάγεται σε μακρόφωνη [[ρίζα]] <i>w</i><i>ē</i><i>s</i>-<i>r</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ισλανδικό <i>v</i><i>ā</i><i>r</i>)].<br /><b>(II)</b><br />ἔαρ και [[εἶαρ]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αίμα]]<br /><b>2.</b> [[χυμός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
το (AM ἔαρ, Α και εἶαρ)
1. η άνοιξη
2. ομορφιά
αρχ.
1. καθετί που βρίσκεται στην άνθησή του («ἔφηβοι... ἔαρ τοῦ δήμου»)
2. φρ. α) «ἔαρ θ' ὁρόωσα» — με το γλυκό χαρούμενό της βλέμμα
β) «γενύων... ἔαρ» — το πρώτο χνούδι στο πρόσωπο τών εφήβων
γ) «ὕμνων ἔαρ» — οι ωραιότεροι ύμνοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fέαρ < Fέσαρ που ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα wes-r- «άνοιξη» (πρβλ. λιθ. vasarā «καλοκαίρι») της οποίας ο παράλληλος τ. wes-ņ- απαντά στο αρχ. σλαβ. vesna «άνοιξη». Την ύπαρξη -F- στον τ. έαρ επιβεβαιώνει η γλώσσα του Ησυχίου «γέαρ
έαρ» αλλά και η προσωδία στον Όμηρο. Τέλος το λατ. vēr «άνοιξη» ανάγεται σε μακρόφωνη ρίζα wēs-r- (πρβλ. αρχ. ισλανδικό vār)].
(II)
ἔαρ και εἶαρ, το (Α)
1. αίμα
2. χυμός.