έσθω: Difference between revisions
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
(14) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔσθω]] (ποιητ. τ. του [[ἐσθίω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[τρώγω]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[καταβροχθίζω]] ή τρέφομαι από [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[καταναλώνω]] οικονομικά, [[καταξοδεύω]]<br /><b>4.</b> (στην ΠΔ για το [[αίμα]]) [[αντί]] του ρ. [[πίνω]] («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ [[αἷμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἔσθω]] (ποιητ. τ. του [[ἐσθίω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[τρώγω]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[καταβροχθίζω]] ή τρέφομαι από [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[καταναλώνω]] οικονομικά, [[καταξοδεύω]]<br /><b>4.</b> (στην ΠΔ για το [[αίμα]]) [[αντί]] του ρ. [[πίνω]] («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ [[αἷμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. λ. [[εσθίω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἔσθω (ποιητ. τ. του ἐσθίω) (Α)
1. τρώγω
2. (για ζώα) καταβροχθίζω ή τρέφομαι από κάπου
3. καταναλώνω οικονομικά, καταξοδεύω
4. (στην ΠΔ για το αίμα) αντί του ρ. πίνω («τὴν ψυχὴν τὴν ἔσθουσαν τὸ αἷμα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εσθίω].