άτρυτος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄτρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακαταπόνητος]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>2.</b> (για τιμωρίες και βάσανα) [[αδιάκοπος]], [[αδιάπτωτος]]<br /><b>3.</b> (για οδό) [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄτρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακαταπόνητος]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>2.</b> (για τιμωρίες και βάσανα) [[αδιάκοπος]], [[αδιάπτωτος]]<br /><b>3.</b> (για οδό) [[επίπονος]], [[κουραστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρυτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρύω]] «[[κατατρίβω]], [[βασανίζω]], [[καταπονώ]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].