Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έντερο: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(12)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άντερο]], το (AM [[ἔντερον]])<br />το σωληνοειδές [[τμήμα]] του πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἔντερα γῆς» <br />α) τα σκουλήκια<br />β) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χορδή]] τόξου κατασκευασμένη από [[έντερο]]<br /><b>2.</b> [[μήτρα]], [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> το εσωτερικό τών καρπών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με [[ολιγοφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[λέξη]], που από την Αρχαία δήλωνε τα [[εντόσθια]], ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. <i>∂nderk</i>', -<i>ac</i>, αρχ. ισλ. <i>i∂ar</i>. Η πρωταρχική γενική σημ. «[[εσωτερικός]]» απαντά στα αρχ. ινδ. <i>antara</i>-, αβεστ. <i>antara</i>-, λατ. <i>interior</i> [[καθώς]] και στα επίρρ. αρχ. ινδ. <i>antar</i>, λατ. <i>inter</i>. Ο τ. ανάγεται σε ΙE <i>en</i> (<b>βλ.</b> <i>εν</i>) και εμφανίζει το [[επίθημα]] του συγκριτικού βαθμού -<i>tero</i>-].
|mltxt=και [[άντερο]], το (AM [[ἔντερον]])<br />το σωληνοειδές [[τμήμα]] του πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἔντερα γῆς» <br />α) τα σκουλήκια<br />β) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χορδή]] τόξου κατασκευασμένη από [[έντερο]]<br /><b>2.</b> [[μήτρα]], [[κοιλιά]]<br /><b>3.</b> το εσωτερικό τών καρπών<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με [[ολιγοφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η [[λέξη]], που από την Αρχαία δήλωνε τα [[εντόσθια]], ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. <i>∂nderk</i>', -<i>ac</i>, αρχ. ισλ. <i>i∂ar</i>. Η πρωταρχική γενική σημ. «[[εσωτερικός]]» απαντά στα αρχ. ινδ. <i>antara</i>-, αβεστ. <i>antara</i>-, λατ. <i>interior</i> [[καθώς]] και στα επίρρ. αρχ. ινδ. <i>antar</i>, λατ. <i>inter</i>. Ο τ. ανάγεται σε ΙE <i>en</i> (<b>βλ.</b> <i>εν</i>) και εμφανίζει το [[επίθημα]] του συγκριτικού βαθμού -<i>tero</i>-].
}}
}}

Revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

και άντερο, το (AM ἔντερον)
το σωληνοειδές τμήμα του πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτό
αρχ.-μσν.
φρ. «ἔντερα γῆς»
α) τα σκουλήκια
β) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοι
αρχ.
1. χορδή τόξου κατασκευασμένη από έντερο
2. μήτρα, κοιλιά
3. το εσωτερικό τών καρπών
4. φρ. «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με ολιγοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη, που από την Αρχαία δήλωνε τα εντόσθια, ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. ∂nderk', -ac, αρχ. ισλ. i∂ar. Η πρωταρχική γενική σημ. «εσωτερικός» απαντά στα αρχ. ινδ. antara-, αβεστ. antara-, λατ. interior καθώς και στα επίρρ. αρχ. ινδ. antar, λατ. inter. Ο τ. ανάγεται σε ΙE en (βλ. εν) και εμφανίζει το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -tero-].