αβάρετος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[πάντοτε]] [[πρόθυμος]] για [[εργασία]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γίνεται [[ενοχλητικός]], [[βάρος]] στον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερητ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βαρετός]]].<br /><b>(II)</b><br />και -ητος, -η, -ο<br /><b>1.</b> [[αχτύπητος]], [[άδαρτος]]<br /><b>2.</b> [[αλάβωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>3.</b> «[[γάλα]] αβάρετο» — το [[γάλα]] που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε<br /><b>5.</b> (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερητ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βαρώ]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[πάντοτε]] [[πρόθυμος]] για [[εργασία]], [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν γίνεται [[ενοχλητικός]], [[βάρος]] στον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερητ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βαρετός]]].<br /><b>(II)</b><br />και -ητος, -η, -ο<br /><b>1.</b> [[αχτύπητος]], [[άδαρτος]]<br /><b>2.</b> [[αλάβωτος]], [[ατραυμάτιστος]]<br /><b>3.</b> «[[γάλα]] αβάρετο» — το [[γάλα]] που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του<br /><b>4.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε<br /><b>5.</b> (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερητ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[βαρώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. ο πάντοτε πρόθυμος για εργασία, ακούραστος, ακαταπόνητος
2. αυτός που δεν γίνεται ενοχλητικός, βάρος στον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + βαρετός].
(II)
και -ητος, -η, -ο
1. αχτύπητος, άδαρτος
2. αλάβωτος, ατραυμάτιστος
3. «γάλα αβάρετο» — το γάλα που δεν χτυπήθηκε με ειδικό ξύλινο όργανο για να αποχωριστεί το βούτυρό του
4. ενεργ. αυτός που δεν χτύπησε, δεν ήχησε, δεν εκπυρσοκρότησε
5. (για τον ήλιο) αυτός που δεν ανέτειλε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + βαρώ].