ίπος: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἶπος]], ὁ και ἡ (Α, Μ [[ἶπος]], τὸ)<br />το [[κομμάτι]] του ξύλου της ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιοδήποτε [[βάρος]], [[φορτίο]], [[καθετί]] που βαρύνει, που πιέζει<br /><b>2.</b> [[βάρος]] που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη [[χειρουργική]]<br /><b>3.</b> το [[πιεστήριο]] του γναφέα, [[αυτού]] που κατεργάζεται τα δέρματα και πλένει τα μαλλιά τών δερμάτων<br /><b>4.</b> η Αίτνα, ως [[βάρος]] που πιέζει και κρατεί στη [[θέση]] του τον Τυφώνα ή Τυφωέα, [[προσωποποίηση]] της [[λαίλαπας]] και τών ηφαιστειακών εκρήξεων («[[ἶπος]] ἀνεμόεσσα», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἶπος]], ὁ και ἡ (Α, Μ [[ἶπος]], τὸ)<br />το [[κομμάτι]] του ξύλου της ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> οποιοδήποτε [[βάρος]], [[φορτίο]], [[καθετί]] που βαρύνει, που πιέζει<br /><b>2.</b> [[βάρος]] που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη [[χειρουργική]]<br /><b>3.</b> το [[πιεστήριο]] του γναφέα, [[αυτού]] που κατεργάζεται τα δέρματα και πλένει τα μαλλιά τών δερμάτων<br /><b>4.</b> η Αίτνα, ως [[βάρος]] που πιέζει και κρατεί στη [[θέση]] του τον Τυφώνα ή Τυφωέα, [[προσωποποίηση]] της [[λαίλαπας]] και τών ηφαιστειακών εκρήξεων («[[ἶπος]] ἀνεμόεσσα», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ίπτομαι]], <i>ιπώ</i>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἶπος, ὁ και ἡ (Α, Μ ἶπος, τὸ)
το κομμάτι του ξύλου της ποντικοπαγίδας που πέφτει και πιάνει τον ποντικό
αρχ.
1. οποιοδήποτε βάρος, φορτίο, καθετί που βαρύνει, που πιέζει
2. βάρος που χρησιμοποιούσαν ειδικά στη χειρουργική
3. το πιεστήριο του γναφέα, αυτού που κατεργάζεται τα δέρματα και πλένει τα μαλλιά τών δερμάτων
4. η Αίτνα, ως βάρος που πιέζει και κρατεί στη θέση του τον Τυφώνα ή Τυφωέα, προσωποποίηση της λαίλαπας και τών ηφαιστειακών εκρήξεων («ἶπος ἀνεμόεσσα», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. ίπτομαι, ιπώ).