αδάκρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -στος, -η, -ο (Α [[ἀδάκρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο [[χωρίς]] δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που δεν λυπάται, ο [[άλυπος]]<br /><b>3.</b> αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, [[άκλαυτος]], [[αθρήνητος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προξενεί δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δακρύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδακρυτί]].
|mltxt=και -στος, -η, -ο (Α [[ἀδάκρυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο [[χωρίς]] δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που δεν λυπάται, ο [[άλυπος]]<br /><b>3.</b> αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, [[άκλαυτος]], [[αθρήνητος]]<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προξενεί δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[δακρύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀδακρυτί]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

και -στος, -η, -ο (Α ἀδάκρυτος, -ον)
1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα
2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος
3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος
4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δακρύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδακρυτί.