ἀδάκρυτος
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ἀδάκρυτον,
A without tears:
I Act., tearless, ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων Il.1.415, cf. Od.24.61; ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε 4.186; ἀστένακτος κἀδάκρυτος S.Tr.1200; εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον = lull the desire of her eyes so that they weep no more, ib.106 (lyr.):—Medic., ἀδάκρυτος ὀφθαλμός = abnormally dry eye, Aet. 7.91.
2 c.gen., not weeping for, τινός Epigr.Gr.241a13.
II Pass., unwept, S.Ant.881 (lyr.).
2 costing no tears, τρόπαια Plu. Tim. 37.
Spanish (DGE)
(ἀδάκρῡτος) -ον
I 1de pers. que no llora, Il.1.415, Od.24.61, S.Tr.1200, de Dioniso, Nonn.D.11.208, ἡμᾶς μηδεμίαν ἡμέραν ἀδακρύτους διάγειν que no pasamos un solo día sin lágrimas Isoc.19.27, τὸν ἀδάκρυτον βλέψον λίθον Posidipp.Epigr.Fr.Pap.10.3
•c. gen. que no llora por τίς δὲ κόρας ἀδάκρυτος GVI 1148.13 (Rodas II a.C., cf. Bull.Epigr.1959.41)
•de ojos, párpados sin lágrimas, secos ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε Od.4.186, εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον adormecer la pasión de unos ojos ya secos (de llorar), S.Tr.106
•medic. ὁ ὀφθαλμὸς ἀδάκρυτος = el ojo seco (de manera patológica), Aët.7.91.
2 de cosas que no produce lágrimas, sin dolor ἁμέρα E.Hec.691, τὰ τρόπαια τῶν ἀγώνων ἀδάκρυτα Plu.Tim.37.
II no llorado τὸν δ' ἐμὸν πότμον S.Ant.881, παῖς AP 7.545 (Hegesipp.).
German (Pape)
[Seite 31] thränenlos, act. nicht weinend, Hom. dreimal, Od. 4, 186 οὐδ' ἄρα Νέστορος υἱὸς ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε, Iliad. 1, 415 αἴθ' ὄφελες ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων ᾑσθαι, Od. 24, 61 οὔ τιν' ἀδάκρυτόν γ' ἐνόησας Ἀργείων; – βλέφαρα Soph. Trach. 107, neben ἀστένακτος 1190, wie Eur. Hec. 690, vgl. Troad. 603. – Pass. unbeweint, πότμος Soph. Ant. 881, wo Andere fälschlich thränenreich erkl.; μάχαι Plut. Alex. fort. 2, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui ne pleure pas;
II. 1 non mouillé de larmes;
2 non pleuré;
3 qui ne coûte aucune larme.
Étymologie: ἀ, δακρύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀδάκρῡτος:
1 не проливающий слез, не плачущий (ὄσσε Hom.; βλέφαρα Soph.; ὁ θανών Eur.);
2 проведенный без слез (ἁμέρα Eur.);
3 неоплаканный (πότμος Soph.);
4 обошедшийся без слез, т. е. не стоивший жертв (τρόπαια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδάκρῡτος: -ον, ἄνευ δακρύων, ὅ ἐ. Ι. ἐνεργ. ὁ ἄνευ δακρύων, ὁ μὴ χύνων δάκρυα, ἀδ. και ἀπήμων, Ἰλ. Α. 415, πρβλ. Ὀδ. Ω. 61· ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε, Ὀδ. Δ. 186· ἀστένακτος κἀδάκρυτος, Σοφ. Τρ. 1200: - εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον, νὰ κατακοιμήσῃ τὸν πόθον τῶν βλεφάρων, ὥστε νὰ μὴ δακρύωσι πλέον, αὐτόθι 106· περὶ τῆς προληπτικῆς ταύτης χρήσεως ἴδε Λοβ. Αἴ. 515. Ellendt Λεξ. Σοφ. ἐν λέξει καὶ πρβλ. ἄδερκτος. 2) μ. γεν. ὁ μὴ κλαίων διά τινα· τινός, Ἐπιγρ. Ἑλλ. (προσθ.) 241 α. 13. ΙΙ. παθ. μὴ κλαυθείς, μὴ θρηνηθείς, Σοφ. Ἀντ. 881. 2) περὶ οὗ οὐδέν δάκρυ ἐχύθη, τρόπαια, Πλουτ. Τιμολ. 37.
Greek Monotonic
ἀδάκρῡτος: -ον (δακρύω), αυτός που έχει έλλειψη δακρύων.
I. Ενεργ., αυτός που δεν χύνει δάκρυα, ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε, σε Ομήρ. Οδ.· εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον, κατευνάζω, αποκοιμίζω τον πόθο των ματιών της, ώστε να μη δακρύζουν πλέον, σε Σοφ.· πρβλ. ἄδερκτος.
II. 1. Παθ., άκλαυτος, αθρήνητος, στον ίδ.
2. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκε κανένα δάκρυ· τρόπαια, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δακρύω
without tears, i. e.
I. act. tearless, ἀδ. καὶ ἀπήμων Il.; ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε Od.: —εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον to lull the desire of her eyes so that they weep no more, Soph.; cf. ἄδερκτος,
II. pass. unwept, unmourned, Soph.
2. costing no tears, τρόπαια Plut.