αδάκρυτος

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

και -στος, -η, -ο (Α ἀδάκρυτος, -ον)
1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα
2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος
3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος
4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δακρύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδακρυτί.