αδιάθετος: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀδιάθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε [[διαθήκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομήθηκε [[χωρίς]] [[διαθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[διάθεση]], δηλ. σωματική ή ψυχική [[ευεξία]], [[κακοδιάθετος]], [[ελαφρά]] [[άρρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν χρησιμοποιήθηκε για κάποιο σκοπό («αδιάθετο [[κεφάλαιο]]»)<br /><b>3.</b> (για εμπορεύματα) αυτός που δεν διατέθηκε στην [[αγορά]], [[απούλητος]], [[αξόδευτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν τέθηκε σε [[τάξη]], ο μη διατεταγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀδιάθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε [[διαθήκη]]<br /><b>2.</b> αυτός που κληρονομήθηκε [[χωρίς]] [[διαθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[διάθεση]], δηλ. σωματική ή ψυχική [[ευεξία]], [[κακοδιάθετος]], [[ελαφρά]] [[άρρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν χρησιμοποιήθηκε για κάποιο σκοπό («αδιάθετο [[κεφάλαιο]]»)<br /><b>3.</b> (για εμπορεύματα) αυτός που δεν διατέθηκε στην [[αγορά]], [[απούλητος]], [[αξόδευτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν τέθηκε σε [[τάξη]], ο μη διατεταγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διατίθημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαθεσία]], [[αδιαθετώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀδιάθετος, -ον)
1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη
2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκη
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος
2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν χρησιμοποιήθηκε για κάποιο σκοπό («αδιάθετο κεφάλαιο»)
3. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν διατέθηκε στην αγορά, απούλητος, αξόδευτος
μσν.
αυτός που δεν τέθηκε σε τάξη, ο μη διατεταγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διατίθημι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαθεσία, αδιαθετώ].