αδειάζω: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ [[ἀδειάζω]])<br />έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, [[ευκαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]], [[εκκενώνω]]<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι<br /><b>3.</b> ερημώνομαι<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]] μεταφέροντάς το [[αλλού]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «άδειασέ μας τη [[γωνιά]] (ή τον [[τόπο]])», φύγε από εδώ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(Μ [[ἀδειάζω]])<br />έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, [[ευκαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]], [[εκκενώνω]]<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι<br /><b>3.</b> ερημώνομαι<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]] μεταφέροντάς το [[αλλού]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «άδειασέ μας τη [[γωνιά]] (ή τον [[τόπο]])», φύγε από εδώ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄδεια]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[άδειασμα]], [[αδειαστής]], [[αδειαστικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:29, 29 December 2020
Greek Monolingual
(Μ ἀδειάζω)
έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ
νεοελλ.
1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω
2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι
3. ερημώνομαι
4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού
5. φρ. «άδειασέ μας τη γωνιά (ή τον τόπο)», φύγε από εδώ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄδεια (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. άδειασμα, αδειαστής, αδειαστικός].