αδειάζω: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀδειάζω]])<br />έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, [[ευκαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]], [[εκκενώνω]]<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι<br /><b>3.</b> ερημώνομαι<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]] μεταφέροντάς το [[αλλού]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «άδειασέ μας τη [[γωνιά]] (ή τον [[τόπο]])», φύγε από εδώ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄδεια]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[άδειασμα]], [[αδειαστής]], [[αδειαστικός]]].
|mltxt=(Μ [[ἀδειάζω]])<br />έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, [[ευκαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]], [[εκκενώνω]]<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι<br /><b>3.</b> ερημώνομαι<br /><b>4.</b> [[αφαιρώ]] το [[περιεχόμενο]] από [[κάτι]] μεταφέροντάς το [[αλλού]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «άδειασέ μας τη [[γωνιά]] (ή τον [[τόπο]])», φύγε από εδώ [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄδεια]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[άδειασμα]], [[αδειαστής]], [[αδειαστικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:29, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀδειάζω)
έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ
νεοελλ.
1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω
2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι
3. ερημώνομαι
4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού
5. φρ. «άδειασέ μας τη γωνιά (ή τον τόπο)», φύγε από εδώ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄδεια (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. άδειασμα, αδειαστής, αδειαστικός].