αθάνατος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀθάνατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[φυσικό]] θάνατο, που δεν πεθαίνει, [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[ακατάλυτος]], [[αναλλοίωτος]], [[άφθαρτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπέροχος]], [[έξοχος]], [[θεσπέσιος]], ενδοξότατος<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο ευχόμαστε να ζει αιώνια<br /><b>3.</b> που προξενεί, που χαρίζει την [[αθανασία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[μεγάλης]] αντοχής, [[ανθεκτικός]], [[στερεός]], [[άφθαρτος]]<br /><b>5.</b> απροσμέτρητης αξίας ή ποιότητας, [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]]<br /><b>6.</b> (για πρόσωπα) [[αλησμόνητος]], [[αξέχαστος]], [[αείμνηστος]]<br /><b>7.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οι αθάνατοι</i><br />[[προσηγορία]] τών [[σαράντα]] μελών της Γαλλικής Ακαδημίας και κατ' [[επέκταση]] και της Ελληνικής, οι ακαδημαϊκοί<br /><b>μσν.</b><br />(<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἀθάνατοι</i><br />επίλεκτο [[σώμα]] του βυζαντινού στρατού (ίλη από επίλεκτους ιππείς που συγκρότησε ο Ιω. Τσιμισκής)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάλυτος]], [[αιώνιος]] (με λέξεις, όπως [[κλέος]], [[φήμη]], [[δόξα]])<br /><b>2.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἀθάνατοι</i><br />α) οι θεοί<br />β) επίλεκτο [[σώμα]] του περσικού στρατού, στο οποίο [[κάθε]] [[στρατιώτης]] που πέθαινε αναπληρωνόταν [[αμέσως]] από διορισμένο ήδη αντικαταστάτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀθάνατος]] [[ἀνήρ]]», ο [[στρατιώτης]] που [[πριν]] [[ακόμη]] πεθάνει άφηνε στη [[θέση]] του καθορισμένο αντικαταστάτη<br />«[[ἀθάνατος]] [[θρίξ]]», η [[τρίχα]] από την οποία κρέμεται, εξαρτάται η ζωή (για τα μαλλιά του Νίσου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθανασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀθανατίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀθανατῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀθανατοποιός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀθάνατος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[φυσικό]] θάνατο, που δεν πεθαίνει, [[αιώνιος]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[ακατάλυτος]], [[αναλλοίωτος]], [[άφθαρτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπέροχος]], [[έξοχος]], [[θεσπέσιος]], ενδοξότατος<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο ευχόμαστε να ζει αιώνια<br /><b>3.</b> που προξενεί, που χαρίζει την [[αθανασία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[μεγάλης]] αντοχής, [[ανθεκτικός]], [[στερεός]], [[άφθαρτος]]<br /><b>5.</b> απροσμέτρητης αξίας ή ποιότητας, [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]]<br /><b>6.</b> (για πρόσωπα) [[αλησμόνητος]], [[αξέχαστος]], [[αείμνηστος]]<br /><b>7.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οι αθάνατοι</i><br />[[προσηγορία]] τών [[σαράντα]] μελών της Γαλλικής Ακαδημίας και κατ' [[επέκταση]] και της Ελληνικής, οι ακαδημαϊκοί<br /><b>μσν.</b><br />(<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἀθάνατοι</i><br />επίλεκτο [[σώμα]] του βυζαντινού στρατού (ίλη από επίλεκτους ιππείς που συγκρότησε ο Ιω. Τσιμισκής)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατάλυτος]], [[αιώνιος]] (με λέξεις, όπως [[κλέος]], [[φήμη]], [[δόξα]])<br /><b>2.</b> (<b>πληθ. αρσ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἀθάνατοι</i><br />α) οι θεοί<br />β) επίλεκτο [[σώμα]] του περσικού στρατού, στο οποίο [[κάθε]] [[στρατιώτης]] που πέθαινε αναπληρωνόταν [[αμέσως]] από διορισμένο ήδη αντικαταστάτη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀθάνατος]] [[ἀνήρ]]», ο [[στρατιώτης]] που [[πριν]] [[ακόμη]] πεθάνει άφηνε στη [[θέση]] του καθορισμένο αντικαταστάτη<br />«[[ἀθάνατος]] [[θρίξ]]», η [[τρίχα]] από την οποία κρέμεται, εξαρτάται η ζωή (για τα μαλλιά του Νίσου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθανασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀθανατίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἀθανατῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀθανατοποιός]].
}}
}}

Revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀθάνατος, -ον)
1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος
2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος
νεοελλ.
1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος, ενδοξότατος
2. αυτός για τον οποίο ευχόμαστε να ζει αιώνια
3. που προξενεί, που χαρίζει την αθανασία
4. (για πράγματα) ο μεγάλης αντοχής, ανθεκτικός, στερεός, άφθαρτος
5. απροσμέτρητης αξίας ή ποιότητας, εκλεκτός, εξαίρετος
6. (για πρόσωπα) αλησμόνητος, αξέχαστος, αείμνηστος
7. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οι αθάνατοι
προσηγορία τών σαράντα μελών της Γαλλικής Ακαδημίας και κατ' επέκταση και της Ελληνικής, οι ακαδημαϊκοί
μσν.
(πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀθάνατοι
επίλεκτο σώμα του βυζαντινού στρατού (ίλη από επίλεκτους ιππείς που συγκρότησε ο Ιω. Τσιμισκής)
αρχ.
1. ακατάλυτος, αιώνιος (με λέξεις, όπως κλέος, φήμη, δόξα)
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀθάνατοι
α) οι θεοί
β) επίλεκτο σώμα του περσικού στρατού, στο οποίο κάθε στρατιώτης που πέθαινε αναπληρωνόταν αμέσως από διορισμένο ήδη αντικαταστάτη
3. φρ. «ἀθάνατος ἀνήρ», ο στρατιώτης που πριν ακόμη πεθάνει άφηνε στη θέση του καθορισμένο αντικαταστάτη
«ἀθάνατος θρίξ», η τρίχα από την οποία κρέμεται, εξαρτάται η ζωή (για τα μαλλιά του Νίσου).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θάνατος.
ΠΑΡ. αθανασία
αρχ.
ἀθανατίζω
μσν.
ἀθανατῶ.
ΣΥΝΘ. ἀθανατοποιός.