αθρόος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀθρόος]], -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] σωρούς εμφανιζόμενος, [[συμπυκνωμένος]], συναγμένος, συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> [[σύμπας]], [[ολόκληρος]], [[συνολικός]], [[συλλογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[αμέσως]], διά μιας, [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[πολυπληθής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀθρόον, το [[άθροισμα]], η συναγμένη [[δύναμη]] τών στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀθρόα [[πόλις]]», οι πολίτες ως [[σύνολο]]<br />«<i>ἀθρόῳ στόματι</i>», με μια [[φωνή]]<br /><b>6.</b> <b>επιρρ.</b> <i>ἀθρόως</i>, γενικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουδ. ως έπιρρ.) <i>ἀθρόον</i> α) διά μιας, [[ξαφνικά]]<br />β) καθ’ ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. (<span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>- «σύν, [[ὁμοῦ]]») <span style="color: red;">+</span> <i>θρο</i>(<i>Fos</i>) <i>από</i> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[κρατώ]] [[φέρω]]»<br />[[ἀθρόος]] θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι [[μαζί]], από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>sadhriy</i> -<i>anc</i>- «[[αθρόος]], ενωμένος»)<br /><b>βλ.</b> και το ομόρριζο <i>ἀθρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀθροότης]], [[ἀθροίζω]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀθρόος]], -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] σωρούς εμφανιζόμενος, [[συμπυκνωμένος]], συναγμένος, συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> [[σύμπας]], [[ολόκληρος]], [[συνολικός]], [[συλλογικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεχής]], [[αδιάλειπτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[αμέσως]], διά μιας, [[ξαφνικά]]<br /><b>3.</b> [[πολύς]], [[πολυπληθής]], [[άφθονος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ ἀθρόον, το [[άθροισμα]], η συναγμένη [[δύναμη]] τών στρατιωτών<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀθρόα [[πόλις]]», οι πολίτες ως [[σύνολο]]<br />«<i>ἀθρόῳ στόματι</i>», με μια [[φωνή]]<br /><b>6.</b> <b>επιρρ.</b> <i>ἀθρόως</i>, γενικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το ουδ. ως έπιρρ.) <i>ἀθρόον</i> α) διά μιας, [[ξαφνικά]]<br />β) καθ’ ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. (<span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>- «σύν, [[ὁμοῦ]]») <span style="color: red;">+</span> <i>θρο</i>(<i>Fos</i>) <i>από</i> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dher</i>- «[[κρατώ]] [[φέρω]]»<br />[[ἀθρόος]] θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι [[μαζί]], από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>sadhriy</i> -<i>anc</i>- «[[αθρόος]], ενωμένος»)<br /><b>βλ.</b> και το ομόρριζο <i>ἀθρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀθροότης]], [[ἀθροίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀθρόος, -α, -ον, Α και ἄθρους, -ουν)
1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος
2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός
αρχ.
1. συνεχής, αδιάλειπτος
2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά
3. πολύς, πολυπληθής, άφθονος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀθρόον, το άθροισμα, η συναγμένη δύναμη τών στρατιωτών
5. φρ. «ἀθρόα πόλις», οι πολίτες ως σύνολο
«ἀθρόῳ στόματι», με μια φωνή
6. επιρρ. ἀθρόως, γενικά
αρχ.-μσν.
(το ουδ. ως έπιρρ.) ἀθρόον α) διά μιας, ξαφνικά
β) καθ’ ολοκληρίαν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < - αθροιστ. (< sm- «σύν, ὁμοῦ») + θρο(Fos) από ΙΕ ρίζα dher- «κρατώ φέρω»
ἀθρόος θα σήμαινε αρχικά «τον φέροντα στον ίδιο σκοπό», απ' όπου η σημ. «συγκεντρωμένοι, όλοι μαζί, από κοινού» (πρβλ. αρχ. ινδ. sadhriy -anc- «αθρόος, ενωμένος»)
βλ. και το ομόρριζο ἀθρῶ.
ΠΑΡ. ἀθροότης, ἀθροίζω.