ακαμπής: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ούς), -ές (Α [[ἀκαμπής]])<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλύγιστος]], [[ασυγκίνητος]]<br />«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (<b>Πλούτ.</b> 959 f)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ανυποχώρητος]]<br /><b>3.</b> [[αναπόφευκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]].
|mltxt=(-ούς), -ές (Α [[ἀκαμπής]])<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλύγιστος]], [[ασυγκίνητος]]<br />«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (<b>Πλούτ.</b> 959 f)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ανυποχώρητος]]<br /><b>3.</b> [[αναπόφευκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-ούς), -ές (Α ἀκαμπής)
άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος
αρχ.
1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος
«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f)
2. σταθερός, ανυποχώρητος
3. αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -καμπὴς < κάμπτω.