ἀκαμπής

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαμπής Medium diacritics: ἀκαμπής Low diacritics: ακαμπής Capitals: ΑΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: akampḗs Transliteration B: akampēs Transliteration C: akampis Beta Code: a)kamph/s

English (LSJ)

ἀκαμπές, = ἄκαμπτος, Thphr. HP 3.10.4, Orph.A.173, etc.: metaph., θυμός ib.999, cf. Ph.1.528, Plu.2.959f.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no se dobla, rígido, inflexible, γόνυ Orph.A.173, Nonn.Par.Eu.Io.11.44, φλοιός Thphr.HP 3.10.4, ἔγχος Nonn.D.36.19
fig. inflexible, firme, resuelto θυμός Orph.A.999, νοῦς Ph.2.258, λογισμός Ph.2.376, βουλαί Fun.Mon.1041.16 (II/III d.C.), μῆνις Nonn.D.22.378, πίστις Nonn.Par.Eu.Io.3.36, ἀ. τίς εἰμι Fronto Ep.21.1.
2 inevitable ὥρης ἐκ ταύτης με σάωσον ἀκαμπέος Nonn.Par.Eu.Io.12.27.

German (Pape)

ές, unbiegsam, Theophr.; Luc. Deor. D. 10.2; ἀκαμπίστερος, Plut. und oft Nonn.; Orph.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαμπής: Luc., Plut. = ἄκαμπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμπής: -ές, = ἄκαμπτος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 10, 4, κτλ.

Greek Monolingual

(-ούς), -ές (Α ἀκαμπής)
άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος
αρχ.
1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος
«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f)
2. σταθερός, ανυποχώρητος
3. αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -καμπὴς < κάμπτω.