ακαμάτευτος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[καματεύω]]<br /><b>1.</b> ([[αγρός]]) που δεν έχει [[ακόμη]] οργωθεί<br /><b>2.</b> ([[μαλλί]] ή φυτική ύλη) [[άκλωστος]], [[ακατέργαστος]]<br /><b>3.</b> (ζώο) που δεν έχει [[ακόμη]] χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο<br />(για [[αμπέλι]]) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς [[χωρίς]] σταφύλια, που οι βλαστοί του [[είναι]] σταφυλοφόροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ακαμάτης]]<br />αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα παράγωγα τών ρημάτων σε -<i>εύω</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[βασιλεύω]]-[[αβασίλευτος]], [[νοθεύω]]-[[ανόθευτος]] <b>κ.τ.ό.</b>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[καματεύω]]<br /><b>1.</b> ([[αγρός]]) που δεν έχει [[ακόμη]] οργωθεί<br /><b>2.</b> ([[μαλλί]] ή φυτική ύλη) [[άκλωστος]], [[ακατέργαστος]]<br /><b>3.</b> (ζώο) που δεν έχει [[ακόμη]] χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br />(για [[αμπέλι]]) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς [[χωρίς]] σταφύλια, που οι βλαστοί του [[είναι]] σταφυλοφόροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ακαμάτης]]<br />αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα παράγωγα τών ρημάτων σε -<i>εύω</i><br />πρβλ. [[βασιλεύω]]-[[αβασίλευτος]], [[νοθεύω]]-[[ανόθευτος]] <b>κ.τ.ό.</b>].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο καματεύω
1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί
2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος
3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.
(II)
-η, -ο
(για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια, που οι βλαστοί του είναι σταφυλοφόροι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + ακαμάτης
αναλογικός σχηματισμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε -εύω
πρβλ. βασιλεύω-αβασίλευτος, νοθεύω-ανόθευτος κ.τ.ό.].