αλευροποιός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο [[εργάτης]] ή ο [[ιδιοκτήτης]] αλευρόμυλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλευρο]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλευροποιώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>ἀλευροποιία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλευροποιείο]]].
|mltxt=ο<br />αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο [[εργάτης]] ή ο [[ιδιοκτήτης]] αλευρόμυλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άλευρο]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλευροποιώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>ἀλευροποιία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλευροποιείο]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
αυτός που παρασκευάζει άλευρα, ο εργάτης ή ο ιδιοκτήτης αλευρόμυλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλευρο + -ποιός < ποιώ.
ΠΑΡ. αλευροποιώ
μσν.- νεοελλ.
ἀλευροποιία
νεοελλ.
αλευροποιείο].