ακόνι: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />η [[ακόνη]] <b>παροιμ.</b> «τα [[χωρατά]] [[είναι]] [[ακόνι]] του καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά<br />«βγάζει ή τρώει απ' τ' ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά<br />«έχει [[γλώσσα]] [[ακόνι]]» (<b>βλ.</b> [[ακόνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το<br />η [[ακόνη]] <b>παροιμ.</b> «τα [[χωρατά]] [[είναι]] [[ακόνι]] του καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά<br />«βγάζει ή τρώει απ' τ' ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά<br />«έχει [[γλώσσα]] [[ακόνι]]» (<b>βλ.</b> [[ακόνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[ἀκόνιον]], υποκορ. του αρχ. ουσ. [[ἀκόνη]] <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>ακονοζούμι</i>, [[ακονόλιθος]], [[ακονόπετρα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
το
η ακόνη παροιμ. «τα χωρατά είναι ακόνι του καβγά», πολλές φορές τα αστεία καταλήγουν σε καβγά
«βγάζει ή τρώει απ' τ' ακόνια», εργάζεται έντιμα και αποδοτικά
«έχει γλώσσα ακόνι» (βλ. ακόνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀκόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἀκόνη βλ. λ..
ΣΥΝΘ. ακονοζούμι, ακονόλιθος, ακονόπετρα].