αλιτήμερος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλιτήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλανήθηκε ως [[προς]] τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀλιτήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που πλανήθηκε ως [[προς]] τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλιτ</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἀλιτ</i>- του αορ. β΄ <i>ἤλιτον</i> του ρ. [[ἀλιταίνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ημερος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]<br />ο [[σχηματισμός]] του επιθ. [[κατά]] το [[ἠλιτόμηνος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀλιτήμερος, -ον (Α)
αυτός που πλανήθηκε ως προς τις ημέρες, που γεννήθηκε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλιτ- (< θ. ἀλιτ- του αορ. β΄ ἤλιτον του ρ. ἀλιταίνω) + -ημερος < ἡμέρα
ο σχηματισμός του επιθ. κατά το ἠλιτόμηνος].