αλλοτριοφαγία: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[ἀλλοτριοφαγία]])<br />το να τρώγει [[κανείς]] από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οικειοποίηση]], [[σφετερισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλοτριοφάγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοτριοφαγικός]]].
|mltxt=η (Μ [[ἀλλοτριοφαγία]])<br />το να τρώγει [[κανείς]] από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οικειοποίηση]], [[σφετερισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλοτριοφάγος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοτριοφαγικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Μ ἀλλοτριοφαγία)
το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο
νεοελλ.
οικειοποίηση, σφετερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοτριοφάγος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός].