αμήν: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(άκλιτο) (Α [[ἀμήν]])<br /><b>1.</b> (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> (ως [[κατακλείδα]] εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων<br />στα Νεοελληνικά και ως [[απάντηση]] στην [[ευχή]] που εκφράζει [[κάποιος]]) [[είθε]], γένοιτο, [[μακάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> το [[αμήν]]<br />α) [[τέλος]], [[αποκορύφωμα]], απροχώρητο<br />β) <b>φρ.</b> «έφθασα στο [[αμήν]]», έφθασα στο έσχατο [[σημείο]], στο όριο της υπομονής μου, στο απροχώρητο.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(άκλιτο) (Α [[ἀμήν]])<br /><b>1.</b> (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, [[πράγματι]]<br /><b>2.</b> (ως [[κατακλείδα]] εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων<br />στα Νεοελληνικά και ως [[απάντηση]] στην [[ευχή]] που εκφράζει [[κάποιος]]) [[είθε]], γένοιτο, [[μακάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> το [[αμήν]]<br />α) [[τέλος]], [[αποκορύφωμα]], απροχώρητο<br />β) <b>φρ.</b> «έφθασα στο [[αμήν]]», έφθασα στο έσχατο [[σημείο]], στο όριο της υπομονής μου, στο απροχώρητο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <b>Ξεν.</b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>ᾱm</i><i>ē</i><i>n</i> «[[βεβαιότητα]], [[αλήθεια]]» και επίρρ. «[[πράγματι]], [[αλήθεια]]» και (ως [[ευχή]]) «[[είθε]]» (<span style="color: red;"><</span> ρ. <i>ᾱman</i> «[[ενισχύω]], [[επιβεβαιώνω]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
(άκλιτο) (Α ἀμήν)
1. (στην ΚΔ ως επίρρ.) αληθώς, πράγματι
2. (ως κατακλείδα εκκλησιαστικών ευχών και εκφωνήσεων
στα Νεοελληνικά και ως απάντηση στην ευχή που εκφράζει κάποιος) είθε, γένοιτο, μακάρι
νεοελλ.
ως ουσ. το αμήν
α) τέλος, αποκορύφωμα, απροχώρητο
β) φρ. «έφθασα στο αμήν», έφθασα στο έσχατο σημείο, στο όριο της υπομονής μου, στο απροχώρητο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. < εβρ. ᾱmēn «βεβαιότητα, αλήθεια» και επίρρ. «πράγματι, αλήθεια» και (ως ευχή) «είθε» (< ρ. ᾱman «ενισχύω, επιβεβαιώνω»)].